- ἀδυνάμου
- ἀδύναμοςweakmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Λου Xσιν — (Lu Hsun, Σιαοσίνγκ Τσεκιάνγκ 1881 – Σανγκάη 1936). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Κινέζου συγγραφέα Tσόου Σιου Ζεν (Chou Shu jen). To 1902, μετά την εξασφάλιση μιας υποτροφίας, εγκαταστάθηκε στην Ιαπωνία και ακολούθησε τον κλάδο των ιατρικών σπουδών… … Dictionary of Greek